ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Οι Δύο Μύθοι που μας αιχμαλώτισαν στα Μνημόνια

ΔΕΥΤΕΡΑ 13-3-2017


 


Του Σπύρου Στάλια*





   
Διανύοντας τον ένατο χρόνο μνημονίων και λιτότητας, έχει γίνει πια σαφές στην συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού, ακόμα και σε αυτούς που ζουν στην ορθόδοξη παθητικότητα τους, λόγω φόβου και άγνοιας, ότι στην ευρωζώνη, 
δεν υπάρχει κάποιος ενδογενής μηχανισμός, ο οποίος λειτουργώντας, θα επαναφέρει την οικονομία στην πλήρη απασχόληση έστω και μακροχρονίως.

Αυτό το γνωρίζαμε και από την οικονομική ιστορία αλλά και από την θεωρία. Τώρα το ζούμε.

Αυτοί που καμώνονται πως δεν το γνωρίζουν, τα θλιβερά πολιτικά κόμματα και οι δούλοι βουλευτές των τραπεζιτών, προφανώς εξυπηρετούν τους στόχους της φιλοδοξίας τους και της αρπακτικότητας τους.

Δεδομένων αυτών, για την επαναφορά της χώρας στην οδό της οικονομικής ανάπτυξης και της πλήρους απασχόλησης, τα φώτα πέφτουν ξανά στην ανεξάρτητη δημοσιονομική πολιτική, πως και... γιατί το κράτος δαπανά και φορολογεί, ως έναν μηχανισμό, μέσω του οποίου, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορεί να ενισχύσει την συνολική ζήτηση, με στόχο την ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση.

Η δημοσιονομική πολιτική μιας επικυρίαρχης χώρας, χώρας που εκδίδει το νόμισμα της, δεν έχει κανένα λόγο να υπακούει σε περιορισμούς τύπου Μάαστριχτ ή όποιο άλλο περιορισμό, εξισορρόπησης εσόδων-εξόδων σε ετήσια βάση ή σε κάποιο διάστημα του χρόνου.

Η δημοσιονομική πολιτική οφείλει να είναι λειτουργική και αποτελεσματική (functional), που σημαίνει ότι το κράτος δαπανά έως εκείνο το σημείο που επιτυγχάνεται η πλήρης απασχόληση, και φορολογεί για να μην υπάρξει πληθωρισμός.

Αν αυτό οδηγήσει τον προϋπολογισμό σε έλλειμμα ή σε πλεόνασμα αυτό είναι παντελώς αδιάφορο.

Άλλωστε το κράτος που εκδίδει το νόμισμα του, που ελεύθερα διακυμαίνεται στην αγορά χρήματος, ποτέ δεν πτωχεύει, και εφ’ όσον εκδίδει το νόμισμα του, είναι σε θέση πάντα να εξοφλεί ότι χρεωστάει.

Στην επιστημονική αυτή θέση οι νεοφιλελεύθεροι, δεξιοί και αριστεροί, που η κοινή τους πιστή συμπυκνώνεται στο ευρώ, αντιτείνουν το Θεώρημα του Παραγκωνισμού (Crowding-out Theory) και την Υπόθεση του Δίδυμου ή Διπλού Ελλείμματος (Twin Deficit Hypothesis).

Αυτά τα «επιστημονικά κατασκευάσματα», έχουν στην πολιτική πρακτική την μεγαλύτερη δυνατή επίδραση, υπό την έννοια ότι μέσα από αυτά μας επιβληθεί η λιτότητα και η καταστροφή μας και αυτά ακριβώς τα κατασκευάσματα αποτελούν τον θεμέλιο λίθο του ευρώ.

Πάντα θα πρέπει να θυμόμαστε, ότι πίσω από οποιαδήποτε Πολιτική, υπάρχει θεωρία και φιλοσοφία που κάτι εξυπηρετεί.

Τα πράγματα ποτέ δεν είναι αθώα και αντικειμενικά.

Τι ισχυρίζονται με τις παραπάνω υποτίθεται λογικές κατασκευές τους οι νεοφιλελεύθεροι του ευρώ;

α) Θεωρία του Παραγκωνισμού (Crowding-out Theory).

Σύμφωνα με τους Νεοφιλελεύθερους, το κράτος αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα να διατηρεί και να δημιουργεί τους όρους κερδοφόρας συσσώρευσης κεφαλαίου για τους καπιταλιστές από την μια, και από την άλλη να διατηρεί και να δημιουργεί όρους κοινωνικής αρμονίας, μέσω της πλήρους απασχόλησης, βρίσκεται σε αντίφαση.

Αυτό συνεπάγεται εξαιρετικά υψηλά ελλείμματα, τα οποία το κράτος μπορεί να ικανοποιεί μέσω μιας διαρκώς αυξανόμενης φορολογίας και δανεισμού, πράγμα που οδηγεί σε μεγάλη αύξηση των επιτοκίων και κατά συνέπεια στον «παραγκωνισμό» των ιδιωτικών επενδύσεων και των εξαγωγών λόγω ανατίμησης του νομίσματος, και γενικά στη μείωση της ζήτησης, που θα είναι τόσο μειωμένη όσο περίπου μεγάλο θα είναι το έλλειμμα του κράτους. 
 
Κατά συνέπεια τα αυξανόμενα επιτόκια θα συρρικνώσουν την ανάπτυξη και θα αυξήσουν την ανεργία.

Με άλλα λόγια οι δεξιοί και αριστεροί διανοούμενοι του νεοφιλελευθερισμού, εξηγούν την κρίση μέσω των αντιφατικών στόχων του κράτους που οδηγεί σε υψηλά επιτόκια.

Με δυο λόγια, για να ξεκαθαρίσουμε την αιτιότητα των πραγμάτων, τα επιμένοντα υψηλά ελλείμματα αυξάνουν το χρέος, μειώνουν τις εθνικές αποταμιεύσεις, πράγμα που επιβάλει πολύ υψηλά επιτόκια, ισχυρό νόμισμα, μειωμένες επενδύσεις και εξαγωγές, πτώση του ΑΕΠ, αύξηση της ανεργίας. 

Κατά συνέπεια η λιτότητα ως πολιτική είναι επιβεβλημένη.

Το παραπάνω θεώρημα υποθέτει ότι η κάθε Κεντρική Τράπεζα έχει την δυνατότητα πάντα να ελέγχει την προσφορά χρήματος. 
 
Αν πράγματι οι νομισματικές αρχές αυτό μπορούν να το κάνουν με επιτυχία, η ανάλυση που δείχνει ότι οι αυξημένες κρατικές δαπάνες οδηγούν στην αύξηση των επιτοκίων, θα μπορούσε να δείξει, γιατί όχι, και ότι οι αυξημένες δαπάνες του ιδιωτικού τομέα θα μπορούσαν να αυξήσουν τα επιτόκια. Μάλλον εδώ έχουμε κάποιο πρόβλημα λογικής συνέπειας μη δικαιολογημένη.

Αλλά ας πάμε λίγο βαθύτερα στο θέμα μας. Τα κεφάλαια που δαπανά το Κράτος, που εκδίδει το νόμισμα του, είναι νέο χρήμα που αυτό «τυπώνει», δεν προέρχεται από κάποια άλλη πηγή, και το χρήμα που εισπράττει το κράτος από την φορολογία δεν πηγαίνει για να χρηματοδοτήσει κάτι, απλά καταστρέφεται.

Το χρήμα με το όποιο αγοράζονται τα ομόλογα τους κράτους, από τους πολίτες, τα ιδρύματα και τους οργανισμούς, προέρχονται από τις δαπάνες του κράτους και όχι από την αποταμίευση των πολιτών, οργανισμών και ιδρυμάτων και κατά συνέπεια η φράση, ότι μειώνονται οι αποταμιεύσεις και άρα αυξάνονται τα επιτόκια και μετά μειώνονται οι επενδύσεις, είναι κενή περιεχομένου. 
 
Δεν λέει τίποτα ή αν λέει, περιγράφει λάθος την πραγματικότητα.

Τα πράγματα λειτουργούν ως εξής. 
 
Κατ’ αρχήν, καμία Κεντρική Τράπεζα στον κόσμο δεν μπορεί να ελέγξει την ποσότητα του χρήματος. 
 
Το χρήμα δεν είναι περιορισμένο ή ορισμένο και δημιουργείται από το κράτος όταν πιστώνει τους λογαριασμούς του ιδιωτικό τομέα ή από τις τράπεζες μέσω μιας απλής λογιστικής εγγραφής όταν δανείζουν, χωρίς να έχουν ούτε ένα ευρώ καταθέσεις.

Η Κεντρική Τράπεζα θέτει ως στόχο να τηρήσει ένα βραχυχρόνιο επιτόκιο με βάση το όποιο διαθέτει αποθεματικά (χρήμα) στις εμπορικές τράπεζες .
 
Αν αυτό δεν το κάνει η Κεντρική Τράπεζα οικειοθελώς δημιουργεί πρόβλημα ρευστότητας στην Οικονομία, όπως κάνει συστηματικά η ΕΚΤ στην Ελλάδα από το 2015. Αν το κράτος δαπανήσει ή αλλιώς «τυπώσει νέο χρήμα», δηλαδή το κράτος δημιουργεί έλλειμμα, το χρήμα αυξάνεται στην αγορά και τα επιτόκια πέφτουν κατ’ ανάγκη.

Από την άλλη, η Κεντρική Τράπεζα έχει ένα στόχο ως προς το ύψος του βραχυχρόνιου επιτοκίου που το Κράτος με τις δαπάνες του τον υπονομεύει. Για να διατηρήσει λοιπόν η Κεντρική Τράπεζα το στόχο της, πουλάει ομόλογα του Κράτους και την περίσσεια ρευστότητα την μαζεύει πίσω και έτσι διατηρεί το επιτόκιο της στο επιθυμητό ύψος και αντιστρόφως. Η πράξη αυτή της Κεντρικής Τράπεζας φαίνεται σαν να δανείζεται το Κράτος από τους πολίτες του.

Αν αυτό δεν το κάνει η Κεντρική Τράπεζα, τότε το επιτόκιο θα κατρακυλήσει στο μηδέν, και οι Τράπεζες έχουν ρευστότητα χωρίς να κερδίζουν τίποτα από αυτή και χωρίς να μπορούν να απαλλαγούν από αυτή. Να γιατί η δαπάνη του Κράτους είναι ανεξάρτητη του δανεισμού της. Προηγείται η δαπάνη του δανεισμού και οι πράξεις αυτές, δαπάνη - δανεισμός, αναφέρονται στην νομισματική πολιτική της Κυβέρνησης παρά στην δημοσιονομική πολιτική.

Αν πάλι υποθέσουμε ότι ουδείς επιθυμεί να αγοράσει τα ομόλογα του Κράτους, το επιτόκιο θα πέσει στο μηδέν, τότε τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις βρίσκονται με υψηλή ρευστότητα, η οποία θα κατευθυνθεί στην κατανάλωση, δεδομένης της φορολογίας και της επιθυμίας του ιδιωτικού τομέα να αποταμιεύσει λίγο. 
 
Αυτό θα ωθήσει την οικονομία σε ανάπτυξη από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα και θα μειώσει τα ελλείμματα του κράτους. Οίκοθεν νοείται ότι η διαδικασία αυτή μπορεί να οδηγήσει σε πληθωρισμό αλλά αυτό εξαρτάται από το Κράτος να επιτρέψει την εκδήλωση του, αν διακρίνει ότι δεν αναπτύσσεται η πραγματική οικονομία. 
 
Τότε το Κράτος θα φορολογήσει αυστηρά. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με τα ελλείμματα του προϋπολογισμού.

Από την παραπάνω ανάλυση νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο ότι το έλλειμμα του Κράτους είναι μια πράξη διατήρησης των επιτοκίων σε ένα ορισμένο ύψος που η Κυβέρνηση επιθυμεί, δεν βλάπτει την οικονομία, δεν παραγκωνίζει τις ιδιωτικές επενδύσεις και τις εξαγωγές και δεν αποτελεί απειλή για τις μέλλουσες γενναίες.

Κατά συνέπεια πρέπει να απορρίψουμε το θεώρημα τον νεοφιλελεύθερων και όλη την πολιτική που αυτό συνεπάγεται, δηλαδή τα μνημόνια. Είναι λάθος θεωρία, λάθος φιλοσοφία, δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα. Ζούμε την καταστροφή λόγω ενός ψευδούς ισχυρισμού.

β) Η Υπόθεση των Δίδυμων Ελλειμμάτων

Το δεύτερο επιχείρημα που μας έστειλε στην λιτότητα και τα μνημόνια είναι η λεγόμενη Υπόθεση των Δίδυμων Ελλειμμάτων.  
 
H Υπόθεση αυτή αυστηρά ορίζει ως αιτία των ελλειμμάτων του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών, τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα. Αυτό σηματοδοτεί την άποψη ότι το έθνος δαπανά περισσότερα από ότι εισπράττει και αυτή η ανισορροπία έχει ως πρωταρχική αιτία τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα που οδηγούν σε εν αφόρητο εξωτερικό χρέος.

Η αιτιότητα έχει ως εξής. 
Αν μέσω των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα αυξάνονται οι θέσεις εργασίας και η κατανάλωση, κατ’ ανάγκη αυξάνονται και οι εισαγωγές. 
 
Αυτό θα έχει ως συνέπεια να αυξηθεί το έλλειμμα των εξωτερικών συναλλαγών, μετά θα υποτιμηθεί η αξία του νομίσματος και μέσω της υποτίμησης να οδηγηθούμε σε ατέρμονα πληθωρισμό.

Κατά συνέπεια το χρόνιο πρόβλημα των ελλειμμάτων του εξωτερικού τομέα θα πρέπει να θεραπευτεί στην πηγή του, αυξάνοντας τις εθνικές αποταμιεύσεις μέσω των πλεονασματικών προϋπολογισμών με την επιβολή αυστηρής λιτότητας, ασχέτως αν αυτή θα μειώσει κι άλλο το ΑΕΠ και θα αυξήσει πιο πολύ την ανεργία.

Με άλλα λόγια, η ανεργία και η φτώχεια είναι συστατικά μέρη του ευρώ για να υπάρξει χαμηλός πληθωρισμός, για να παραμένει σταθερή στο χρόνο η αξία του νομίσματος και η αξία των χρεών. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει!

Η φτώχεια και η ανεργία είναι μέσα πρωταρχικής πολιτικής.

Αν πράγματι έτσι είναι τα πράγματα τότε η οικονομική επιστήμη είναι και ανήθικη και μελαγχολική και η ευρωζώνη κόλαση. Είναι έτσι όμως τα πράγματα;

Ας υποθέσουμε ότι μια χώρα αντιμετωπίζει το οξύτατο πρόβλημα της ανεργίας, και αποφασίσει να δημιουργήσει πλήθος εγγυημένων θέσεων εργασίας, καθορίζοντας η κυβέρνηση τους ελάχιστους, πλην όμως αξιοπρεπείς μισθούς, μαζί με άλλα ωφελήματα. 
 
Οι μισθοί αυτοί, των εγγυημένων θέσεων εργασίας, θα αποτελέσουν το αγκυροβόλιο πάνω στο οποίο θα προσαράξει η αξία του νομίσματος, εσωτερική και εξωτερική, και έτσι εξασφαλίζεται η μακροοικονομική σταθερότητα, μολονότι μπορεί να οδηγηθούμε σε μια εφ’ άπαξ αύξηση μισθών και τιμών, που αυτό εξαρτάται από πρωταρχικό καθορισμό του ύψους των μισθών.

Ακόμα μπορεί, καθώς ένα τέτοιο πρόγραμμα θα υλοποιείται, με την αύξηση των εισοδημάτων, να παρατηρηθεί και μια εφ’ άπαξ αύξηση των εισαγωγών. 
 
Σε μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να σημειωθεί και μια πτώση της εξωτερικής αξίας του νομίσματος, άλλα οι σταθεροί μισθοί θα παρεμποδίσουν την διαρκή αύξηση των τιμών και των μισθών, πέραν του γεγονότος ότι θα αυξηθεί η παραγωγικότητα της οικονομίας και θα αυξηθούν οι εξαγωγές.

Άλλα αν τα παραπάνω δεν είναι επιθυμητά, υπάρχει λόγος η φτώχεια και η ανεργία να αποτελούν αντικείμενο κεντρικής πολιτικής; 
 
Ακόμα η κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει ανεξάρτητη εμπορική πολιτική, μέσω της επιβολής δασμών, μέσω της υποκατάστασης των εισαγωγών, μέσω της φορολογίας πολυτελών ειδών, μέσω του ελέγχου διακίνησης των κεφαλαίων, μέσω του φόρου κύκλου εργασιών. Άλλα όλα αυτά είναι μάλλον δευτερευούσης σημασίας.

Αν αναλογιστούμε, ότι οι εισαγωγές είναι όφελος για την χώρα και οι εξαγωγές κόστος, καθώς η ανεργία θα εξαλείφεται μέσω της πολίτικης της συνολικής ζήτησης, τότε το επιχείρημα εναντίον των εισαγωγών αίρεται και φυσικά η υπόθεση των νεοφιλελευθέρων χάνει κάθε ισχύ.

γ) Επίλογος

Αυτό που τονίστηκε σε αυτό το κείμενο είναι ότι μια χώρα που εκδίδει το δικό της νόμισμα, που δεν είναι μετατρέψιμο σε άλλο νόμισμα αναφοράς και που διακυμαίνεται ελευθέρα στις αγορές, έχει την πλήρη ελευθερία να επιδιώξει τους στόχους της πλήρους απασχόλησης, της οικονομικής ανάπτυξης, της σταθερότητας των τιμών με άλλα λόγια να επιδιώξει την ευημερία του Λαού.

Αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με το ευρώ, που ο στόχος είναι η διαφύλαξη της αξίας του ευρώ υπέρ των τραπεζιτών και των άθλιων πολιτικών τους, που απαιτεί διαρκή φτώχεια και αναταραχή μεταξύ των Λαών.

Με το ευρώ, ο κάθε Λαός μέσα στη λιτότητα, προσπαθεί να πετάξει «μπαλάκι το πρόβλημα του» στον άλλον Λαό.

Το ευρώ πέραν του γεγονότος ότι ως οικονομική σύλληψη είναι ατελέσφορη είναι και γεωπολιτικά επικίνδυνη.

Πιο άπλα δεν γίνεται.
Η επιστροφή στο Εθνικό Νόμισμα είναι επιβεβλημένη.
 
 
spyridonstalias@hotmail.com

*Ο Σπύρος Στάλιας είναι οικονομολόγος Ph.D και επικεφαλής του Τομέα Οικονομίας του ΕΠΑΜ




ΠΗΓΗ. seisaxthia-epam

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου