ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΕΡΓΟΔΟΣΙΑ - ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΓΣΕΕ - Κατοχύρωση και διεύρυνση της εργασιακής ζούγκλας η «εθνική» τους γραμμή

ΔΕΥΤΕΡΑ 25-7-2016


Η κυβέρνηση είναι ο εμπνευστής της «εθνικής γραμμής» στα Εργασιακά, η οποία, όπως προκύπτει, είναι γραμμή υπεράσπισης και κατοχύρωσης της σημερινής εργασιακής ζούγκλας, ως βάση για να προωθήσουν τις αξιώσεις τους για νέες ανατροπές οι διάφορες μερίδες του κεφαλαίου, ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.




Αυτό το νόημα έχει η επισήμανση του υπουργού Εργασίας μετά την υπογραφή της «κοινής δήλωσης» εργοδοτών και πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, ότι υπήρξε συμφωνία στα ελάχιστα και ότι το κάθε μέρος διατηρεί τις ιδιαίτερες απόψεις του. 

Η συμφωνία τους είναι να μην αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο για τους εργαζόμενους, σε ό,τι αφορά τον πυρήνα του σημερινού αντεργατικού πλαισίου, και από εκεί και πέρα, όλα παραμένουν ανοιχτά για το εύρος των ανατροπών που θα προκύψουν από τη διαπραγμάτευση του Σεπτέμβρη.

Ολα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από το υπόμνημα που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Επιτροπή των ειδικών για τα Εργασιακά και από τις θέσεις που διατύπωσαν δημόσια τις προηγούμενες μέρες τα άλλα μέρη της διαπραγμάτευσης, δηλαδή η Κομισιόν, ο ΣΕΒ και βέβαια η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ που συμμετέχει στον «κοινωνικό διάλογο».

Από τις θέσεις τους, τις οποίες καταγράφει σήμερα ο «Ριζοσπάστης», προκύπτουν τα εξής κοινά σημεία: 

Ολοι, ο καθένας με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις του, θεωρούν σαν «ένα το κρατούμενο» τη σημερινή αθλιότητα στην αγορά εργασίας. 

Ολοι συντάσσονται πίσω από το στόχο της ανάκαμψης, που προϋποθέτει νέα μέτρα, όπως γράφεται και στο τρίτο μνημόνιο.

Ολοι συμφωνούν ότι «οδηγός» των νέων αλλαγών θα πρέπει να είναι οι «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ, που έχουν αποδείξει τη χρησιμότητά τους για το κεφάλαιο σε όλα τα κράτη - μέλη. Και τέλος, όλοι μαζί εργάζονται για να ρίξουν το λαό στην παγίδα του «κοινωνικού διαλόγου» και να περάσουν χωρίς ικανές αντιστάσεις οι νέες ανατροπές στα Εργασιακά.

Αυτόν το δρόμο του συμβιβασμού, που οδηγεί σε νέες απώλειες, προτείνουν στους εργαζόμενους με την «εθνική γραμμή». 

Ο άλλος δρόμος είναι αυτός που δείχνουν με την πρωτοβουλία τους οι Ομοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα, που καλούν σε οργάνωση του αγώνα για κλαδικές συμβάσεις με ανάκτηση απωλειών και κατάργηση του αντεργατικού πλαισίου, έχοντας μάλιστα συντάξει και σχετικό σχέδιο νόμου.

Η συσπείρωση γύρω από αυτή την πρωτοβουλία και κυρίως η στήριξή της στην πράξη, με οργάνωση του αγώνα κατά κλάδο και τόπο δουλειάς, με ευθύνη των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο χώρο τους, είναι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στις μεθοδεύσεις κυβέρνησης - κουαρτέτου - εργοδοσίας και συνδικαλιστικής πλειοψηφίας, μπροστά στην αντεργατική επέλαση που ετοιμάζουν από κοινού, με μοιρασμένους ρόλους.


ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Δίνει έδαφος και άλλοθι στην εργοδοσία να κλιμακώσει την επίθεση
Αποκαλυπτικό το υπόμνημα που κατέθεσε το υπουργείο Εργασίας στην Επιτροπή των ειδικών

Στο υπόμνημα που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Επιτροπή των ειδικών, κάνει μια εξαντλητική περιγραφή των αντεργατικών νόμων της τελευταίας κυρίως εξαετίας και των αποτελεσμάτων τους στην αγορά εργασίας, όχι βέβαια για να προτείνει αλλαγές προς το καλύτερο, αλλά για να στηρίξει τον ισχυρισμό ότι έχει επέλθει πλέον αρκετή ευελιξία στους μισθούς και στις εργασιακές σχέσεις, ώστε να μην χρειάζονται άλλες παρεμβάσεις.
 Επομένως, αν μη τι άλλο, η προπαγανδιστική γραμμή που χαράσσει η κυβέρνηση στα Εργασιακά είναι να νομιμοποιηθεί η σημερινή ζούγκλα στις εργατικές - λαϊκές συνειδήσεις ως το «μικρότερο κακό» και κάτω από το φόβο για τα χειρότερα που προβλέπονται από το τρίτο μνημόνιο, να γίνουν οι εργαζόμενοι συν-υπερασπιστές με την κυβέρνηση των μισθών πείνας, των ελαστικών μορφών απασχόλησης, των άθλιων επιχειρησιακών συμβάσεων, των απολύσεων και της απληρωσιάς.

Πάνω σ' αυτό το έδαφος, της «παράλυσης» του κινήματος που επιδιώκει και της μαχητικής υπεράσπισης των έως τώρα ανατροπών, η κυβέρνηση δίνει άλλοθι στην εργοδοσία να κλείσει κάθε συζήτηση για την ανάκτηση απωλειών και δημιουργεί προϋποθέσεις για να περάσουν ευκολότερα τα επόμενα μέτρα.

Τα 586 φτάνουν και περισσεύουν...
 
Η κυβέρνηση λέει ότι δεν πρέπει να μειωθούν άλλο οι μισθοί. 

Γιατί όμως; 
Επειδή οι νόμοι που ψηφίστηκαν από τους προηγούμενους και τους οποίους διατηρεί στο ακέραιο η σημερινή κυβέρνηση, κάνουν καλά τη δουλειά τους για το κεφάλαιο και έχουν συντελέσει στην κατακρήμνιση των αποδοχών των εργαζομένων, άρα και στη μείωση του κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις.

Οπως αναφέρει στο υπόμνημά της η κυβέρνηση, ο μέσος μισθός στο σύνολο της οικονομίας μεταξύ 2009 - 2014 μειώθηκε κατά 26,3%. 
Ειδικότερα, στο Δημόσιο μειώθηκε κατά 26%, στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (πρώην ΔΕΚΟ) κατά 35,4%, στις τράπεζες κατά 30%, στον ιδιωτικό τομέα (χωρίς τις τράπεζες) κατά 27,4%, ενώ ο κατώτερος μισθός μειώθηκε κατά 24,8%.

Ταυτόχρονα, υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα μισθωτών που, εξαιτίας της ευελιξίας, λαμβάνει μισθούς πολύ μικρότερους ακόμα και από αυτόν τον κατώτατο του αίσχους. 

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σύστημα «Εργάνη», το 2015, 126.956 μισθωτοί λάμβαναν μισθό κάτω από 100 ευρώ (!) μεικτά, 54.208 μισθωτοί έπαιρναν από 100 έως 200 ευρώ μηνιάτικο, 66.312 μισθωτοί από 200 έως 300 ευρώ και ακόμα 96.284 μισθωτοί από 300 έως 400 ευρώ μεικτά.

Συνολικά, κάτω και από τα κατώτερα όρια (584 ευρώ μεικτά), λάμβαναν συνολικά 477.445 μισθωτοί.  
Δηλαδή, το 29,5% των μισθωτών (τρεις στους δέκα) έχει εισόδημα λιγότερο και απ' αυτό του κατώτερου μισθού! Επίσης, μέχρι 1.000 ευρώ μεικτά λάμβαναν το 2015 1.070.221 μισθωτοί, σε σύνολο 1.619.845, δηλαδή το 66% ή δύο στους τρεις.

Αυτούς τους μισθούς, το μηχανισμό και την ευελιξία που τους προκαλούν, καλεί η κυβέρνηση να υπερασπιστούν οι εργαζόμενοι, απειλώντας τους ότι υπάρχουν και χειρότερα. Από την άλλη, απευθυνόμενη στο κουαρτέτο, υποδεικνύει ότι η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας έχει συμβάλλει επίσης στη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, προς όφελος της εργοδοσίας.

Γράφει χαρακτηριστικά το υπόμνημα: 
«Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, η ελληνική αγορά εργασίας έγινε πιο ευέλικτη και, ως εκ τούτου, επέτρεψε στον εργοδότη να προσαρμόζει το ωράριο εργασίας και την κατάσταση της απασχόλησης, αντί να επικεντρώνεται αποκλειστικά στους μισθούς. 

Ενα τέτοιο πλαίσιο επιτρέπει μισθούς ακόμη και κάτω από τον κατώτατο μισθό, που δείχνει ότι η συνεχής μείωση των μισθών δεν είναι ο μόνος τρόπος για τη μείωση του κόστους εργασίας (...) πάνω από το 50% των προσλήψεων για την περίοδο 2013 - 2015 ήταν υπό μερική απασχόληση ή εκ περιτροπής εργασία».

Ομαδικές απολύσεις για όλα τα γούστα
 
Ενδιαφέρον έχει όμως και ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση επιχειρηματολογεί για τις ομαδικές απολύσεις. 

Στην πραγματικότητα, ενημερώνει την Επιτροπή και το κουαρτέτο ότι το μικρό σχετικά μέγεθος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με το υπάρχον νομικό πλαίσιο και τις συμπληρωματικές παρεμβάσεις που έκαναν οι προηγούμενοι και διατηρούν οι σημερινοί, καθιστά τις ομαδικές απολύσεις πλήρως απελευθερωμένες για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργοδοτών.

Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση επικαλείται ότι το 94,86% των επιχειρήσεων έχουν κάτω από 20 εργαζόμενους και γι' αυτούς δεν υπάρχει καμιά προστασία από τις απολύσεις με βάση τη νομοθεσία. 

Αντίθετα, μόλις το 5,12% των επιχειρήσεων απασχολεί πάνω από 20 εργαζόμενους και υπόκεινται σε τυπικούς περιορισμούς για τις ομαδικές απολύσεις.

Παραπέρα, ισχυρίζεται ότι το σημερινό καθεστώς είναι αρκετά ευέλικτο, ώστε να μην εμποδίζονται οι ομαδικές απολύσεις και επικαλείται γι' αυτό στοιχεία σύμφωνα με τα οποία «από το 2011 μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 10 περιπτώσεις όπου οι διαβουλεύσεις μεταξύ των μερών (εργοδοσία - εργαζόμενοι) κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με τις απολύσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του νόμου 1387/1983».

Η κυβέρνηση επικαλείται, ακόμα, τις αλλαγές που έγιναν από την προηγούμενη κυβέρνηση στη λειτουργία του Ανώτατου Συμβουλίου Απασχόλησης το Γενάρη του 2014, οι οποίες κατέστησαν τυπική τη διοικητική έγκριση των απολύσεων από τον εκάστοτε υπουργό Εργασίας. 

Οπως μάλιστα σημειώνεται, στις περιπτώσεις που χρειάστηκε να αποφασίσει ο υπουργός, άφησε να παρέλθουν οι προθεσμίες που προβλέπει ο νόμος (10 μέρες) «και έτσι οι απολύσεις έλαβαν χώρα σύμφωνα με απόφαση του εργοδότη»!

Επομένως, οι εργοδότες κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους με το ισχύον σύστημα. 

Ωστόσο, η κυβέρνηση αφήνει κι εδώ ορθάνοιχτη την πόρτα να γίνουν νέες αντιδραστικές προσαρμογές, γράφοντας στο υπόμνημα: 

«Η ελληνική κυβέρνηση δεν ισχυρίζεται ότι οι πολιτικές για την αγορά εργασίας δεν θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές. 
Ωστόσο, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας».

Σε κάθε περίπτωση, ο υπουργός Εργασίας έχει παραπέμψει την όλη συζήτηση για μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου της ΕΕ για την υπόθεση των Τσιμέντων Χαλκίδας, η οποία με βεβαιότητα θα αποτελέσει το υπόβαθρο των νέων προαποφασισμένων ανατροπών στο νόμο για τις ομαδικές απολύσεις. 

Επικαλούμενη την έκδοση της απόφασης στα τέλη Σεπτέμβρη, θα της είναι ευκολότερο να δικαιολογήσει τις αλλαγές προς το χειρότερο στη νομοθεσία για τις ομαδικές απολύσεις που συζητάει ήδη με το κουαρτέτο.

Ποιο «lock out»;
 
Τέλος, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστος ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση επιχειρηματολογεί για το «lock out», θέλοντας να πείσει την Επιτροπή και το κουαρτέτο ότι η νομική του κατοχύρωση δεν είναι αναγκαία, αφού η περιστολή του δικαιώματος των εργαζομένων στην απεργία υπηρετείται μια χαρά από το υπάρχον πλαίσιο.

Ετσι, αν και παραδέχεται ότι το «lock out» απαγορεύεται με βάση το νόμο 1264/1982, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι «στην πράξη οι εργοδότες προτιμούν να ασκήσουν προσφυγή κατά της νομιμότητας της απεργίας ενώπιον των δικαστηρίων» αντί να κάνουν ανταπεργία, καθώς «η έκδοση της απόφασης εντός της ημέρας επιλύει το εκκρεμότητα»! 

Παραδέχεται, δηλαδή, ότι τα δικαστήρια ευχαρίστως και χωρίς καθυστέρηση ταχύτατα βγάζουν παράνομες ή/και καταχρηστικές τις απεργίες.

Θυμίζουμε ότι αυτή είναι η απόφαση για εννιά στις δέκα απεργίες που καταλήγουν στη Δικαιοσύνη με προσφυγή της εργοδοσίας. Παράλληλα, όπως ενημερώνει η κυβέρνηση, τα δικαστήρια, με την υπάρχουσα νομοθεσία και νομολογία, μπορούν να αναγνωρίσουν στον εργοδότη και το δικαίωμα να μην πληρώσει τους εργαζόμενους που δεν συμμετέχουν στην απεργία, που είναι και η ουσία του «lock out».

Οπως γράφεται στο υπόμνημα, το οποίο επικαλείται απόφαση του Αρείου Πάγου (1303/2004), «μια απεργία μπορεί να εξηγηθεί ως μια κατάσταση ανωτέρας βίας, κατά την οποία οι εργοδότες κατά περίπτωση απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους να καταβάλλουν μισθό σε εργαζόμενους που δεν απεργούν». 

Τέλος, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το «lock out» δεν είναι απαραίτητο, για τον επιπλέον λόγο ότι «ο αριθμός των απεργιών μειώνεται», παραθέτοντας μάλιστα και τα σχετικά αριθμητικά στοιχεία...

Το αντεργατικό «μανιφέστο» του ΣΕΒ
 
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ με τον υπουργό Ανάπτυξης σε συνέδριο των βιομηχάνων τον περασμένο Μάη

   Ο πρόεδρος του ΣΕΒ με τον υπουργό Ανάπτυξης σε  συνέδριο των βιομηχάνων τον περασμένο Μάη
 
Οι πυκνές παρεμβάσεις του ΣΕΒ το τελευταίο διάστημα για τα Εργασιακά αποδεικνύουν ότι οι στρατηγικές στοχεύσεις του κεφαλαίου παραμένουν διαχρονικά σταθερές, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση - διαχειριστής βρίσκεται στην εξουσία. 
 
Η υπογραφή μάλιστα του ΣΕΒ στο κείμενο της «κοινής συμφωνίας» των εργοδοτικών οργανώσεων με τη ΓΣΕΕ, που επεδίωξε το υπουργείο Εργασίας, ενόψει της διαπραγμάτευσης του Σεπτέμβρη με το κουαρτέτο, καθόλου δεν αλλάζει αυτές τις στοχεύσεις. 
 
Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει.
 Η «κοινή συμφωνία» των εταίρων είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, μέσα από την οποία οι καπιταλιστές ξεπλένουν όλη τη βάρβαρη πολιτική που εφαρμόζουν στην πράξη μέσα στους χώρους εργασίας και έχει εξελιχθεί σε πραγματική λεηλασία των εργατικών δικαιωμάτων. 

Κατά τον ίδιο τρόπο, προωθείται και ο περίφημος «κοινωνικός διάλογος» βασικό εργαλείο αφοπλισμού του εργατικού κινήματος μπροστά και στη νέα επίθεση που ετοιμάζεται το Φθινόπωρο.

Σε κάθε περίπτωση, η υπογραφή του ΣΕΒ στο κοινό κείμενο, σε τίποτα δεν τον εμποδίζει να θέτει ακόμα πιο επίμονα και προκλητικά τις δικές του ταξικές αξιώσεις. 

Ετσι, με τις δημόσιες τοποθετήσεις του προέδρου του, Θ. Φέσσα, αλλά και με κείμενα που δημοσίευσε τις τελευταίες μέρες, ο ΣΕΒ απαιτεί όχι μόνο την παγίωση και θωράκιση όλων των μέχρι τώρα ανατροπών στα Εργασιακά, αλλά και πρόσθετα μέτρα σε βάρος των εργατικών δικαιωμάτων. 

Ειδικότερα ο ΣΕΒ απαιτεί:

-- Πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και μάλιστα με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα αποτελεί «εξαίρεση» και ότι πρέπει να εφαρμοστούν οι ευρωπαϊκές Οδηγίες. Ο ΣΕΒ αξιοποιεί το επιχείρημα της κυβέρνησης για τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ, που αν εφαρμοστούν, η χώρα μας θα επιστρέψει στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα» και ζητά την ενσωμάτωσή τους χωρίς «νοθείες»! 

Οπως σημειώνει στο πρόσφατο Δελτίο του ο ΣΕΒ, σε διαφορετική περίπτωση η χώρα καταδικάζεται «σε ένα υψηλότερο ποσοστό ανεργίας... καθώς οι επενδυτές αποφεύγουν να δραστηριοποιούνται σε χώρες με υψηλό κόστος διαχείρισης του εργατικού δυναμικού της επιχείρησης». Σαφής επομένως και ο λόγος για τον οποίο ζητάνε την πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων.

-- Τη δυνατότητα στους εργοδότες να κηρύσσουν ανταπεργία, και μάλιστα ως όπλο απέναντι στις «καταχρηστικές απεργίες» των εργαζομένων!

-- Για το συνδικαλιστικό νόμο, ισχυρίζεται ότι αυτός «πάσχει», θέτει ζήτημα «υπερπροστασίας» των συνδικαλιστών, όταν έχουμε μπαράζ απολύσεων και διώξεων στελεχών του ταξικού κινήματος για συνδικαλιστική δράση, ενώ θέτει και ζήτημα «αντιπροσωπευτικότητας» στην προκήρυξη απεργιών, θέλοντας να βάλει επιπλέον εμπόδια, αν όχι να καταργήσει εντελώς τη δυνατότητα που έχει ένα κλαδικό ή ένα μεγάλο επιχειρησιακό σωματείο να κηρύξει απεργία. 

Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο τελευταίο του Δελτίο για τις απεργίες «οι απεργοί δεν μπορούν να κρατούν όμηρο την οικονομία... Ο υπερβολικός αριθμός απεργιών σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, συνιστά ανταγωνιστικό μειονέκτημα με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των δυναμικών εξωστρεφών επιχειρήσεων». 

Θυμίζουμε ότι ανάλογη υπόδειξη έκανε στην κυβέρνηση και ο επικεφαλής της «Cosco», στην πρόσφατη επίσκεψη του Αλ. Τσίπρα στην Κίνα.

-- Θεωρεί ως «νόθευση» των συλλογικών διαπραγματεύσεων την υποχρεωτική διαιτησία (ΟΜΕΔ), με τον ισχυρισμό μάλιστα ότι οι αποφάσεις του ΟΜΕΔ «μπορεί να εκτινάξουν στα ύψη τα μισθολογικά κόστη των επιχειρήσεων» και πως μπορεί αυτό να αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Αυτά λέγονται τη στιγμή που στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι αποφάσεις του ΟΜΕΔ οδηγούν σε μεγάλες μειώσεις τους εργατικούς μισθούς και συμβάλλουν με τον τρόπο τους στη μείωση και του μέσου μισθού. Αλλά προφανώς στους εργοδότες ούτε αυτό τους φτάνει.

-- Τέλος, ο ΣΕΒ θεωρεί ανέφικτη την επαναφορά της ΕΓΣΣΕ και επί της ουσίας τάσσεται υπέρ της εφαρμογής του κατώτερου μισθού όπως ορίζει ο νόμος Βρούτση, δηλαδή με απόφαση της κυβέρνησης, ζητώντας μόνο να απλοποιηθούν οι διαδικασίες. 

Και, βέβαια, ο ΣΕΒ τάσσεται αναφανδόν υπέρ των επιχειρησιακών συμβάσεων, οι οποίες πρέπει να υπερισχύουν απέναντι σε οποιαδήποτε καλύτερη κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική Σύμβαση. 

Οπως ωμά αναφέρει, «η χώρα πρέπει με οριστικό τρόπο να ενταχθεί στη λογική ότι υπερισχύουν εκείνες οι συμβάσεις που είναι πλησιέστερα στο χώρο εργασίας στον οποίο αφορούν. Με άλλα λόγια οι επιχειρησιακές συμβάσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατισχύουν, καθεστώς που υφίσταται τώρα».

Να λοιπόν πώς ο ΣΕΒ εννοεί τις «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις»! 
Δεν έχει αντίρρηση να υπάρχουν, αλλά να υπερισχύουν σε κάθε περίπτωση οι επιχειρησιακές συμβάσεις, εκείνες δηλαδή που - μέσω και των «Ενώσεων Προσώπων» - ρίχνουν τα μεροκάματα στο ύψος του κατώτερου μισθού.

Η «ευελιξία» είναι η λέξη - κλειδί για την ΕΕ

Για μεγάλο διάστημα, η κυβέρνηση παρουσίαζε το ΔΝΤ ως τον πιο «σκληρό» του κουαρτέτου σε ό,τι αφορά τη μεταρρύθμιση στα Εργασιακά και ταυτόχρονα εξωράιζε την ΕΕ, μιλώντας για «ευθυγράμμιση της ελληνικής νομοθεσίας με το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο» και για «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ. 

 Με τον τρόπο αυτό, προσπαθούσε να θολώσει τα νερά, να διαμορφώσει ανύπαρκτες διαχωριστικές γραμμές, με κριτήριο τη στάση των θεσμών απέναντι στα Εργασιακά και τις επικείμενες ανατροπές, και να επιβάλει τα ίδια κριτήρια στο λαό.

Από την περασμένη βδομάδα, το έργο αυτό της κυβέρνησης δυσκόλεψε. Κι αυτό γιατί, με συνέντευξη που παραχώρησε σε ελληνικά μέσα, η Ευρωπαία επίτροπος για θέματα Απασχόλησης, Μαριάν Τάισεν, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους και ξεκαθάρισε ότι η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου και πολλά ακόμα από τα επικείμενα μέτρα είναι ζητήματα που τίθενται ανοιχτά στη διαπραγμάτευση και από την πλευρά της Κομισιόν.

Συνοπτικά, η επίτροπος είπε ότι στην Ελλάδα «χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στο νόμο για τις απεργίες, αλλά πρέπει να γίνει με συλλογικό τρόπο, στη νομοθεσία για τον ιδιωτικό τομέα, τις συλλογικές (ομαδικές) απολύσεις που είναι πραγματικά ένα εμπόδιο στις επενδύσεις, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας».

Ειδικά για τις ομαδικές απολύσεις, δεν μάσησε τα λόγια της: 

«Σε ό,τι αφορά τις συλλογικές απολύσεις, στην Ευρώπη έχουμε κανόνες, θέλουμε οι εργαζόμενοι να προστατεύονται. 

Εχουμε συγκεκριμένη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, έχουμε κεφάλαια που διατίθενται για τη στήριξη των απολυμένων και τον προσανατολισμό τους σε άλλη εργασία. Ομως, δεν απαγορεύουμε τις συλλογικές απολύσεις, όπως γίνεται μόνο στην Ελλάδα και σε καμία άλλη χώρα, γιατί κάτι κοστίζει σε επενδύσεις. 

Κανένας επενδυτής Ελληνας ή ξένος δε θα θέλει να επενδύσει αν ξέρει ότι σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά, η κρατική διοίκηση μπορεί να μπλοκάρει τις αποφάσεις του επιχειρηματία. Αυτό εμποδίζει τις επενδύσεις, τις οποίες τις χρειάζεται η Ελλάδα για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας».

Μιλώντας σε άλλο σημείο για την ευελιξία στην αγορά εργασίας, προσπάθησε να ενοχοποιήσει εκείνους τους εργαζόμενους που διατηρούν ακόμα κάποια στοιχειώδη δικαιώματα ότι η δική τους δυσκαμψία είναι που ευθύνεται για την ανεργία και την «πολυδιάσπαση» των εργασιακών σχέσεων.

Οπως είπε, «περισσότερη ευελιξία από μόνη της σίγουρα δεν είναι αρκετή. Αλλά είναι ένα στοιχείο που όμως είναι χρήσιμο. Και αυτό βλέπουμε και σε άλλα κράτη - μέλη (...) 

Οσοι έχουν τα λεγόμενα "παλιά καλά συμβόλαια" είναι πολύ προστατευμένοι και μένουν εντός της αγοράς εργασίας, αλλά οι νεοεισερχόμενοι έχουν μεγάλες δυσκολίες να μπουν στην αγορά εργασίας, γιατί οι εταιρείες δε θέλουν να προσλάβουν κάτω από αυτές τις συνθήκες, χωρίς δηλαδή να μπορούν να απολύσουν. 

Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζονται νέες, επισφαλείς σχέσεις εργασίας, όπως βραχυπρόθεσμα συμβόλαια, συμβόλαια μερικής απασχόλησης κ.λπ. Που γίνονται τελικά ο κανόνας. 

Οταν έχεις περισσότερη ευελιξία, μπορείς να έχεις καλύτερες σχέσεις εργασίας με όλους και μεγαλύτερη προοπτική για τους νέους».



ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου